λογοῦμαι

λογοῦμαι
λογάω
to be fond of talking
pres ind mp 1st sg (attic epic doric ionic)
λογόω
introduce
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λογούμαι — (Μ λογοῡμαι) λογαριάζομαι, θεωρούμαι, νομίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λογίζομαι] …   Dictionary of Greek

  • θανατολογούμαι — θανατολογοῡμαι, έομαι (Μ) λέγεται πως είμαι νεκρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + λογούμαι (< λογος < λόγος), πρβλ. ακριβο λογούμαι] …   Dictionary of Greek

  • κρισολογούμαι — και κρισολογιέμαι 1. διεξάγω δίκη εναντίον κάποιου 2. δικάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίση + λογούμαι (< λόγος < λέγω), πρβλ. απο λογούμαι, δικαιολογούμαι] …   Dictionary of Greek

  • δεινολογώ — (μέσο) δεινολογιέμαι (AM δεινολογοῡμαι) Ι. δεινολογώ νεοελλ. περιγράφω κάτι δυσάρεστο με υπερβολικό τρόπο II. δεινολογιέμαι (AM δεινολογοῡμαι) μιλάω συνεχώς για τα δεινά μου, μεμψιμοιρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεινός + λογούμαι < λόγος] …   Dictionary of Greek

  • επιρρωγολογούμαι — ἐπιρρωγολογοῡμαι, έομαι (Α) 1. μαζεύω μετά τον τρύγο τις ρώγες που έμειναν 2. (το ενεργ. κατά τον Ησύχ.) «ἐπιρρωγολογοῡσι καλαμῶνται τὸν ἀμπελῶνα». [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ρωξ, ρωγός «ρώγα του σταφυλιού» + λογούμαι, τού λογώ* «μαζεύω»] …   Dictionary of Greek

  • ευαπολόγητος — η, ο (ΑΜ εὐαπολόγητος, ον) αυτός που εύκολα επιδέχεται απολογία (επομένως και αθώωση), αυτός για τον οποίο απολογείται κάποιος εύκολα, αυτός τον οποίο εύκολα αντικρούει κάποιος απολογούμενος («ευαπολόγητη βιαιοπραγία») αρχ. αυτός που είναι ικανός …   Dictionary of Greek

  • λογάμαι — λογίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λογούμαι, κατά τα ρ. σε άμαι (πρβλ. κοιμάμαι)] …   Dictionary of Greek

  • λογιέμαι — (ως μεσοπαθ. τ. τού λογιάζω ή λογίζομαι) θεωρώ τον εαυτό μου ή θεωρούμαι από άλλους («δεν λογιέται καλός άνθρωπος»). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λογούμαι, κατά τα ρ. σε ιέμαι] …   Dictionary of Greek

  • λογώ — (I) άω (Α λογῶ, άω ή έω) [λόγος] νεοελλ. λογαριάζω, στοχάζομαι αρχ. 1. επιθυμώ να ομιλώ 2. πιθ. υπολογίζω. (II) λογώ, όω (Α) [λόγος] 1. εισάγω τον λόγο σε κάτι 2. καθιστώ κάτι συμμετρικό 3. μέσ. λογοῡμαι, όομαι α) είμαι λογικός β) γίνομαι μέτοχος …   Dictionary of Greek

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”